σύνωρα

σύνωρα
εηίρρ.
1) своевременно; 2) одновременно; З) недавно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύνωρα" в других словарях:

  • σύνωρα — Ν επίρρ. βλ. σύνωρος …   Dictionary of Greek

  • σύνωρος — η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που μόλις πριν από λίγο έγινε, πρόσφατος («το πράμα είναι σύνωρο, κι ακόμ οι πονεμένοι είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί και μαυροφορεμένοι»). επίρρ... σύνωρα Ν 1. ἔγκαιρα, επίκαιρα 2. ταυτόχρονα 3. πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»